κυβερνάω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(nl)
(3)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυβερνάω van schepen en wagens besturen. uitbr. besturen, leiden, beheersen, regeren:; γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα het inzicht, dat alles bestuurt Heracl. B 41; ook met gen.: κυβερνᾶν θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων de leiding hebben over goden en mensen Plat. Smp. 197b.
|elnltext=κυβερνάω van schepen en wagens besturen. uitbr. besturen, leiden, beheersen, regeren:; γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα het inzicht, dat alles bestuurt Heracl. B 41; ook met gen.: κυβερνᾶν θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων de leiding hebben over goden en mensen Plat. Smp. 197b.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠβερνάω:''' <b class="num">1)</b> управлять, править, вести ([[νῆα]] Hom.; ἄρματα Plat.): κ. αὐτὸν ἑαυτῷ Arph. (самому) управлять кораблем;<br /><b class="num">2)</b> управлять, руководить (τῆς πόλεως πάντα Plat.; φόβῳ καὶ βίᾳ Polyb.; med. τισι Arst.): μιᾷ γνώμῃ τοῦ Κύρου ἐκυβερνᾶτο Xen. (империя Кира) управлялась единой волей Кира.
}}
}}

Revision as of 23:21, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνάω Medium diacritics: κυβερνάω Low diacritics: κυβερνάω Capitals: ΚΥΒΕΡΝΑΩ
Transliteration A: kybernáō Transliteration B: kybernaō Transliteration C: kyvernao Beta Code: kuberna/w

English (LSJ)

   A steer, νῆα κυβερνῆσαι Od.3.283, cf. Pi.O.12.3 (Pass.), Pl.Plt.298e, etc.: abs., act as helmsman, αὐτὸς ἑαυτῷ Ar.Eq.544.    2 drive, κ. ἅρματα Pl.Thg.123c; τὸν δρόμον τῶν Ἵππων Hdn.7.9.6.    3 metaph., guide, govern, Pi.P.5.122, Antipho 1.13, Pl.Euthd.291d, etc.; τὴν δίκην ὀρθῇ γνώμῃ κυβερνᾶτε Herod.2.100.    4 act as pilot, i.e. perform certain rites, in the Ship of Isis, IGRom.1.817 (Callipolis).    II Med., = Act., κυβερνωμένης τῆς διανοίας Arist.Pr.964b17; ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Marcellin.Vit. Thuc.49:—Pass., σῇ κυβερνῶμαι χερί S.Aj.35; μιᾷ γνώμῃ τῇ Κύρου ἐκυβερνᾶτο X.Cyr.8.8.1; ἡ ἰατρικὴ . . διὰ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Pl.Smp.187a, cf. R.590d, Antiph.40.8, etc.; cf. κυμερῆναι.

German (Pape)

[Seite 1522] gubernare, steuern, lenken; νῆα Od. 3, 282; κυβερνῶνται νᾶες Pind. Ol. 12, 2; Plat. Polit. 299 e u. A.; – auch übertr., leiten, regieren; Διὸς νόος κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν Pind. P. 5, 122; πάντα γὰρ σῇ κυβερνῶμαι χερί Soph. Ai. 35; in Prosa, τῆς πόλεως πάντα κυβερνῶσα Plat. Euthyd. 291 d; μιᾷ γνώμῃ τοῦ Κύρου ἐκυβερνᾶτο, das ganze Reich wurde regiert, Xen. Cyr. 8, 8, 1, wie Pol. 6, 4, 2; auch τὸ πῦρ κυβερνώμενον ἀνέμοις, 11, 5, 4. Auch absol., δίκη δὲ κυβερνήσειεν, Antiph. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνάω: μέλλ. -ήσω, Λατ. gubernare, ἐπὶ πλοίου, ὡς καὶ νῦν, νῆα κυβερνῆσαι Ὀδ. Γ. 283, πρβλ. Πινδ. Ο. 12. 4, Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε, κτλ.· ἐνεργῶ ὡς κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος, αὐτὸς ἑαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 544. 2) ἐπὶ ἅρματος ἢ ἵππων, κυβ. ἅρματα Πλάτ. Θεάγ. 123C· τὸν δρόμον τῶν ἵππων Ἡρῳδιαν. 7. 9. 3) μεταφορ., ὁδηγῶ, διευθύνω, κυβερνῶ, Πινδ. Π. 5. 164· σῇ κυβερνῶμαι χειρὶ Σοφ. Αἴ. 35, Ἀντιφῶν 113. 3, Πλάτ. Εὐθύδ. 291D. κτλ.· ἀλλὰ σπανίως ἀφίσταται ἡ ἀρχικὴ σημασία, πρβλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Μέσ., = ἐνεργ., ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Μαρκελλῖν. ἐν Βίῳ Θουκ. σ. 8 Duker. ― Παθ., ἡ ἰατρική... ὑπὸ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Πλάτ. Συμπ. 186Ε· πρβλ. Πολ. 590D, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
diriger : νῆα OD un vaisseau.
Étymologie: orig. inconnue -- DELG suppl. : Rac. *kwerb- « tourner ».

English (Autenrieth)

aor. inf. κυβερνῆσαι: steer, νῆα, Od. 3.283†.

English (Slater)

κῠβερνάω
   1 steer, guide τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.3) met., Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.122) Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.

Greek Monotonic

κῠβερνάω: μέλ. -ήσω, Λατ. gubernare,
1. διευθύνω, καθοδηγώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., ενεργώ ως κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., άρχω, εξουσιάζω, κυβερνώ, σε Πίνδ., Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνάω van schepen en wagens besturen. uitbr. besturen, leiden, beheersen, regeren:; γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα het inzicht, dat alles bestuurt Heracl. B 41; ook met gen.: κυβερνᾶν θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων de leiding hebben over goden en mensen Plat. Smp. 197b.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνάω: 1) управлять, править, вести (νῆα Hom.; ἄρματα Plat.): κ. αὐτὸν ἑαυτῷ Arph. (самому) управлять кораблем;
2) управлять, руководить (τῆς πόλεως πάντα Plat.; φόβῳ καὶ βίᾳ Polyb.; med. τισι Arst.): μιᾷ γνώμῃ τοῦ Κύρου ἐκυβερνᾶτο Xen. (империя Кира) управлялась единой волей Кира.