κύπρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(nl)
(3)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κύπρος -ου, ἡ hennastruik. cypros ( bep. inhoudsmaat).
|elnltext=κύπρος -ου, ἡ hennastruik. cypros ( bep. inhoudsmaat).
}}
{{elru
|elrutext='''κύπρος:''' ἡ бот. кипр (Lawsonia [[alba]], кустарник, из цветов которого добывались благовония) Anth.
}}
}}

Revision as of 23:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπρος Medium diacritics: κύπρος Low diacritics: κύπρος Capitals: ΚΥΠΡΟΣ
Transliteration A: kýpros Transliteration B: kypros Transliteration C: kypros Beta Code: ku/pros

English (LSJ)

ἡ,

   A henna, Lawsonia inermis, LXX Ca.1.14, AP4.1.42 (Mel.), Dsc.1.95, J.BJ4.8.3.    2 = κύπρινον μύρον, Thphr.Od.25, PPetr.2p.114 (iii B.C.), etc.    II a measure of corn, Alc.141, SIG302 (Gambreum, iv B.C.), Rev.Ét.Gr.19.237 (Aphrod.).    2 = κεφάλαιον ἀριθμοῦ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1534] (s. nom. pr.), ἡ, ein auf der Insel Cyprus häufig wachsender Baum, mit Blättern, denen des Oelbaums ähnlich, aus dessen weißer Blüthe ein wohlriechendes Oel gemacht wurde, Diosc. – Nach Hesych. auch ein Getreidemaaß, zwei modii haltend; vgl. Poll. 4, 169 u. 10, 113 aus Alcaeus.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
cyprus ou henné, plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte.
Étymologie: Κύπρος.

Greek Monolingual

κύπρος, ἡ (AM)
το δένδρο λαουσονία η άοπλος
αρχ.
1. το κύπρινον («τῆς κύπρου ἡ ἐργασία παραπλησία τῇ τοῡ ροδίνου», Θεόφρ.)
2. μέτρο σιτηρών
3. (κατά τον Ησύχ.) «κεφάλαιον ἀριθμοῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δένδρο λαουσονία η άοπλος» είναι προφανώς δάνεια, σημιτ. προελεύσεως (πρβλ. εβρ. koper)
με τη σημ. «μέτρο σιτηρών» η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η υπόθεση ότι είναι σημιτ. προελεύσεως].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπρος -ου, ἡ hennastruik. cypros ( bep. inhoudsmaat).

Russian (Dvoretsky)

κύπρος: ἡ бот. кипр (Lawsonia alba, кустарник, из цветов которого добывались благовония) Anth.