λευκόπωλος: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λευκόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει [[λευκά]] άλογα, σε Τραγ. | |lsmtext='''λευκόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει [[λευκά]] άλογα, σε Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λευκόπωλος:''' <b class="num">1)</b> несущийся на белых конях ([[ἡμέρα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> белоконный ([[τέθριππον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with white horses, ἡμέρα A.Pers.386, S.Aj.673; τέθριππον Plu.Cam.7; epith. of the Dioscuri (cf. λεύκιππος), Pi.P.1.66; at Thebes also of Amphion and Zethus, E.HF29; θεοί Id.Ph. 606.
German (Pape)
[Seite 34] mit weißen Rossen, fahrend, reitend; ἡμέρα, Aesch. Pers. 378 u. Soph. Ai. 658; Τυνδαρίδαι, die Dioskuren, die immer auf weißen Rossen reitend dargestellt werden, Pind. P. 1, 66; vgl. Eur. Herc. Fur. 29 Phoen. 606; λ. τέθριππον, ein Gespann von vier weißen Rossen, Plut. Camill. 7. Vgl. λεύκιππος.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπωλος: -ον, ὁ μετὰ λευκῶν ἵππων, ἡμέρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 386, Σοφ. Αἴ. 683· τέθριππον Πλουτ. Κάμιλλ. 7· - ὡς ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, ὡς τὸ λεύκιππος, Πινδ. Π. 1. 127· ἐν Θήβαις ἐπὶ τοῦ Ἀμφίονος καὶ Ζήθου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 29, Φοίν. 606.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
traîné ou porté par un cheval blanc ou des chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, πῶλος.
English (Slater)
λευκόπωλος
1 with white horses λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν (P. 1.66)
Greek Monolingual
λευκόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκούς ίππους («καὶ τέθριππον ὑποζευξάμενος λευκόπωλον ἐπέβη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πῶλος «νεαρός ίππος»].
Greek Monotonic
λευκόπωλος: -ον, αυτός που έχει λευκά άλογα, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόπωλος: 1) несущийся на белых конях (ἡμέρα Aesch.);
2) белоконный (τέθριππον Plut.).