λαμπαδηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά [[λαμπάδα]], [[λαμπαδηδρόμος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά [[λαμπάδα]], [[λαμπαδηδρόμος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπᾰδηφόρος:''' ὁ факелоносец Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:33, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδηφόρος Medium diacritics: λαμπαδηφόρος Low diacritics: λαμπαδηφόρος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lampadēphóros Transliteration B: lampadēphoros Transliteration C: lampadiforos Beta Code: lampadhfo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A torch-bearer, A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 11] fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδηφόρος: ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un flambeau dans les sacrifices.
Étymologie: λαμπάς, φέρω.

Spanish

que porta una antorcha

Greek Monolingual

ο (AM λαμπαδηφόρος)
αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία
μσν.
ο λαμπαδάριος
αρχ.
1. κηροπήγιο
2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι
τίτλος θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -φόρος (< φέρω). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λαμπᾰδηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά λαμπάδα, λαμπαδηδρόμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδηφόρος: ὁ факелоносец Aesch.