λιταργίζω: Difference between revisions
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐταργίζω:''' Αττ. μέλ. <i>λιταργιῶ</i>, [[σπεύδω]], κάνω [[γρήγορα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λῐταργίζω:''' Αττ. μέλ. <i>λιταργιῶ</i>, [[σπεύδω]], κάνω [[γρήγορα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐταργίζω:''' торопиться, спешить ([[οἴκαδε]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ,
A slip away, Ar.Pax562; cf. ἀπολιτ-.
Greek (Liddell-Scott)
λῐταργίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὑπάγω που τρέχων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 562· «λιταργίζειν· τροχάζειν» Ἡσύχ., καὶ «λιταργιοῦμεν· ὀξυνοῦμεν. ταχυνοῦμεν» ὁ αὐτ., πρβλ. ἀπολιτ-.
French (Bailly abrégé)
se hâter, filer en vitesse.
Étymologie: λίταργος.
Greek Monolingual
λιταργίζω (Α)
πηγαίνω κάπου γρήγορα, σπεύδω, τρέχω («εἶθ' ὅπως λιταργιοῡμεν οἴκαδ' εἰς τὰ χωρία», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ., πιθ. < λιτός (εδώ ως επιτατικό πρόθημα) + ἀργός «ταχύς»].
Greek Monotonic
λῐταργίζω: Αττ. μέλ. λιταργιῶ, σπεύδω, κάνω γρήγορα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λῐταργίζω: торопиться, спешить (οἴκαδε Arph.).