λινόκροκος: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόκροκος:''' -ον ([[κρέκω]]), υφασμένος από λινή [[κλωστή]], [[λινός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λῐνόκροκος:''' -ον ([[κρέκω]]), υφασμένος από λινή [[κλωστή]], [[λινός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόκροκος:''' сотканный из льна, льняной ([[φᾶρος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόκροκος Medium diacritics: λινόκροκος Low diacritics: λινόκροκος Capitals: ΛΙΝΟΚΡΟΚΟΣ
Transliteration A: linókrokos Transliteration B: linokrokos Transliteration C: linokrokos Beta Code: lino/krokos

English (LSJ)

ον,

   A flaxwoven, φᾶρος E.Hec.1081.

German (Pape)

[Seite 49] von Flachs gewebt, leinen, φᾶρος, vom Segel, Eur. Hec. 1081.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόκροκος: -ον, ὑφασμένος διὰ λινῆς κρόκης, φᾶρος Εὐρ. Ἑκ. 1081.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu de lin.
Étymologie: λίνον, κρέκω.

Greek Monolingual

λινόκροκος, -ον (Α)
υφασμένος με λινή κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κρόκος (πρβλ. διά-κροκος].

Greek Monotonic

λῐνόκροκος: -ον (κρέκω), υφασμένος από λινή κλωστή, λινός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόκροκος: сотканный из льна, льняной (φᾶρος Eur.).