λουτρών: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λουτρών:''' -ῶνος, ὁ ([[λουτρόν]]), [[χώρος]], [[δωμάτιο]] για [[μπάνιο]], [[οικοδόμημα]] στο οποίο υπήρχαν λουτήρες για [[μπάνιο]], σε Αισχύλ., Ξεν. | |lsmtext='''λουτρών:''' -ῶνος, ὁ ([[λουτρόν]]), [[χώρος]], [[δωμάτιο]] για [[μπάνιο]], [[οικοδόμημα]] στο οποίο υπήρχαν λουτήρες για [[μπάνιο]], σε Αισχύλ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λουτρών:''' ῶνος ὁ купальня, баня Aesch., Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A bathing-room, bath-house, X. Ath.2.10, Lyc. 1103, PSI5.547.24 (iii B. C.), Ptol.Euerg.3 J. (pl.), Plu.2.734b, Procop. Aed.5.3; of a baptismal font, Id.Arc.17.
Greek (Liddell-Scott)
λουτρών: -ῶνος, ὁ, (λουτρόν) ἴδιον δωμάτιον πρὸς λοῦσιν ἢ οἰκοδόμημα ἐν ᾧ ὑπῆρχον λουτῆρες πρὸς λοῦσιν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Ξεν. Ἀθην. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
salle de bain.
Étymologie: λούω.
Greek Monotonic
λουτρών: -ῶνος, ὁ (λουτρόν), χώρος, δωμάτιο για μπάνιο, οικοδόμημα στο οποίο υπήρχαν λουτήρες για μπάνιο, σε Αισχύλ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λουτρών: ῶνος ὁ купальня, баня Aesch., Xen., Plut.