λυρῳδός: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῠρῳδός:''' συνηρ. αντί <i>λυρ-[[αοιδός]]</i>.
|lsmtext='''λῠρῳδός:''' συνηρ. αντί <i>λυρ-[[αοιδός]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''λῠρῳδός:''' ὁ и ἡ стяж. = [[λυραοιδός]].
}}
}}

Revision as of 23:39, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠρῳδός Medium diacritics: λυρῳδός Low diacritics: λυρωδός Capitals: ΛΥΡΩΔΟΣ
Transliteration A: lyrōidós Transliteration B: lyrōdos Transliteration C: lyrodos Beta Code: lurw|do/s

English (LSJ)

   A v. λυραοιδός.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. λυραοιδός.

Greek Monolingual

λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ-ωδός, τραγ-ωδός].

Greek Monotonic

λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.

Russian (Dvoretsky)

λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.