λιπαροκρήδεμνος: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐπᾰροκρήδεμνος:''' -ον, αυτός που έχει λαμπρό κεφαλόδεσμο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λῐπᾰροκρήδεμνος:''' -ον, αυτός που έχει λαμπρό κεφαλόδεσμο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐπᾰροκρήδεμνος:''' с блистающей повязкой на голове ([[Χάρις]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with bright headband, Il.18.382, h.Cer.25, 459, etc.
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzender Hauptbinde: Χάρις, Il. 18, 382; θεαί, p. bei Ath. XV, 682 f; vgl. H. h. Cer. 25. 459; Orph. Arg. 623.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, ἔχων λαμπρὸν κρήδεμνον (κεφαλόδεσμον), Ἰλ. Σ. 382, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 25. 459, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bandelettes brillantes.
Étymologie: λιπαρός, κρήδεμνον.
English (Autenrieth)
with shining head-band, Il. 18.382†.
Greek Monolingual
λιπαροκρήδεμνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + κρήδεμνον.
Greek Monotonic
λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό κεφαλόδεσμο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰροκρήδεμνος: с блистающей повязкой на голове (Χάρις Hom.).