μαλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο.
|mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰλᾰκτικός:''' размягчающий, мягчительный ([[δύναμις]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτικός Medium diacritics: μαλακτικός Low diacritics: μαλακτικός Capitals: ΜΑΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: malaktikós Transliteration B: malaktikos Transliteration C: malaktikos Beta Code: malaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A emollient, χρίσματα Hp.Vict.2.66; δύναμις Plu.2.659c; μ. οἶκος, of the outer chamber in a bath, Alex. Trall.Febr.5.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλακτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· δύναμις Πλούτ. 2. 659C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
émollient.
Étymologie: μαλάσσω.

Greek Monolingual

και μαλαχτικός, -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακτικός, -ή, -όν) μαλακτός
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει
2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το δέρμα επιβραδύνοντας την εξάτμιση του νερού από τους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. ουσία εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες
αρχ.
φρ. «μαλακτικὸς οἶκος» — ο εξωτερικός θάλαμος βαλανείου.
επίρρ...
μαλακτικώς και -ά
με μαλακτικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκτικός: размягчающий, мягчительный (δύναμις Plut.).