μαίνη: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαίνη:''' ἡ, Λατ. [[maena]], μικρό θαλασσινό ψάρι όπως η [[ρέγγα]], το οποίο γινόταν παστό, σε Ανθ. | |lsmtext='''μαίνη:''' ἡ, Λατ. [[maena]], μικρό θαλασσινό ψάρι όπως η [[ρέγγα]], το οποίο γινόταν παστό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαίνη:''' ἡ зоол., предполож. анчоус Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A Maena vulgaris, a small sprat-like fish, which was salted, AP9.412 (Phld.); cf. μαινομένη.
Greek (Liddell-Scott)
μαίνη: maena, μικρὸς θαλάσσιος ἰχθὺς ἐκ τοῦ γένους τῆς ἀφύης ἁλατιζόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 412· - μεταγεν., μαινομένα, ἡ, ἴδε Ἀλέξ. Τραλλ. 12. 8, καὶ Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mendole, petit poisson de mer, qu’on salait ou qu’on préparait comme des anchois.
Étymologie: DELG pas d’étym. - μαίνη > lat. maena > lat. pop. maenula > prov. amendolla > fr. mendole.
Greek Monolingual
η (Α μαίνη)
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω meni, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. menb, λιθουαν. menkė, λεττον. menza). Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. μαίνομαι δηλώνοντας ένα «τρελό» ψάρι που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (πρβλ. λ. μαινομένη)].
Greek Monotonic
μαίνη: ἡ, Λατ. maena, μικρό θαλασσινό ψάρι όπως η ρέγγα, το οποίο γινόταν παστό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μαίνη: ἡ зоол., предполож. анчоус Anth.