μαγάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ, [[καβαλάρης]] ([[εξάρτημα]] που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. [[pons]].
|lsmtext='''μᾰγάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ, [[καβαλάρης]] ([[εξάρτημα]] που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. [[pons]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ = [[μαγάδιον]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγάς Medium diacritics: μαγάς Low diacritics: μαγάς Capitals: ΜΑΓΑΣ
Transliteration A: magás Transliteration B: magas Transliteration C: magas Beta Code: maga/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A bridge of the cithara, Ptol.Harm.1.8, 2.16, Philostr. VS1.7.1, 1.21.3, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγάς: -άδος, ἡ, ἡ γέφυρα ἢ καβάλη τῆς κιθάρας ἢ λύρας ἡ τὰς χορδὰς ὑποβαστάζουσα, Λατ. pons (πρβλ. ὑπολύριος), Φιλόστρ. 487, 516, Γρηγ. Ναζ. 1. 553, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ., πρβλ. μαγάδιον.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
chevalet de la cithare.
Étymologie: DELG μάγαδις.

Greek Monolingual

μαγάς, -άδος, ἡ(Α)
ξύλινο εξάρτημα της κιθάρας ή της λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, γέφυρα, καβαλάρης («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, καθάπερ ἐν τοῑς ὀργάνοις ἡ μαγάς», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μάγαδις].

Greek Monotonic

μᾰγάς: -άδος[ᾰ], ἡ, καβαλάρης (εξάρτημα που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. pons.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγάς: άδος (ᾰδ) ἡ = μαγάδιον.