μελέτα: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(sl1)
 
(3)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μελέτα</b> (-α, -ᾳ, -αν; -αις.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[taking]] pains, [[resolution]], [[diligence]] ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37) [[ἕπομαι]] δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν (N. 6.54) Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου [[μάλα]] τιμᾷ τοῦτ' [[ἔπος]] (v. [[Ἡσίοδος]]) (I. 6.66)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[object]] of [[care]], [[concern]], preoccupation [[μία]] δ' [[οὐχ]] ἅπαντας [[ἄμμε]] θρέψει μελέτα (O. 9.107) μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς [[ἕκατι]] πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥροες: [[matter]] [[for]] [[thought]]) (I. 5.28) pl., Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων [[ἔμολον]] [[among]] my (poetic) preoccupations (O. 14.18)
|sltr=<b>μελέτα</b> (-α, -ᾳ, -αν; -αις.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[taking]] pains, [[resolution]], [[diligence]] ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37) [[ἕπομαι]] δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν (N. 6.54) Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου [[μάλα]] τιμᾷ τοῦτ' [[ἔπος]] (v. [[Ἡσίοδος]]) (I. 6.66) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[object]] of [[care]], [[concern]], preoccupation [[μία]] δ' [[οὐχ]] ἅπαντας [[ἄμμε]] θρέψει μελέτα (O. 9.107) μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς [[ἕκατι]] πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥροες: [[matter]] [[for]] [[thought]] ) (I. 5.28) pl., Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων [[ἔμολον]] [[among]] my (poetic) preoccupations (O. 14.18)
}}
{{elru
|elrutext='''μελέτα:''' ἡ дор. Pind. = [[μελέτη]].
}}
}}

Latest revision as of 23:52, 31 December 2018

English (Slater)

μελέτα (-α, -ᾳ, -αν; -αις.)
   a taking pains, resolution, diligence ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37) ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν (N. 6.54) Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (v. Ἡσίοδος) (I. 6.66)
   b object of care, concern, preoccupation μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα (O. 9.107) μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥροες: matter for thought ) (I. 5.28) pl., Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον among my (poetic) preoccupations (O. 14.18)

Russian (Dvoretsky)

μελέτα: ἡ дор. Pind. = μελέτη.