μιλτεῖον: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μιλτεῖον:''' τό, [[δοχείο]] για [[διατήρηση]] της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται [[μίλτος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μιλτεῖον:''' τό, [[δοχείο]] για [[διατήρηση]] της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται [[μίλτος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μιλτεῖον:''' τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτεῖον Medium diacritics: μιλτεῖον Low diacritics: μιλτείον Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΝ
Transliteration A: milteîon Transliteration B: milteion Transliteration C: milteion Beta Code: miltei=on

English (LSJ)

τό,

   A vessel for storing μίλτος, AP6.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 186] τό, Gefäß mit aufgelös'tem Mennig, Röthel, Leon. Tar. 4 (VI, 205).

Greek (Liddell-Scott)

μιλτεῖον: τό, ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐτίθετο μίλτος, Ἀνθ. Π. 6. 205.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour le minium ou le vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Greek Monolingual

μιλτεῑον, τὸ (Α) μίλτος
αγγείο κατάλληλο για φύλαξη μίλτου.

Greek Monotonic

μιλτεῖον: τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μιλτεῖον: τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.