μελλοδειπνικός: Difference between revisions
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(24) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελλοδειπνικός]], -ή, -όν (Α)<br />(για [[άσμα]]) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην [[αρχή]] του δείπνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνον]]. | |mltxt=[[μελλοδειπνικός]], -ή, -όν (Α)<br />(για [[άσμα]]) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην [[αρχή]] του δείπνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελλοδειπνικός:''' предшествующий трапезе, предобеденный ([[μέλος]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A played or sung at the beginning of dinner, μέλος Ar.Ec.1153.
Greek (Liddell-Scott)
μελλοδειπνικός: ή, ον, ὁ ᾀδόμενος ἐν ἀρχῇ τοῦ δείπνου, ἐπᾴσομαι μέλος τι μελλοδειπνικὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153.
Greek Monolingual
μελλοδειπνικός, -ή, -όν (Α)
(για άσμα) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην αρχή του δείπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + δεῖπνον.
Russian (Dvoretsky)
μελλοδειπνικός: предшествующий трапезе, предобеденный (μέλος Arph.).