μενεφύλοπις: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενεφύλοπις:''' [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = [[μενεπτόλεμος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μενεφύλοπις:''' [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = [[μενεπτόλεμος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενεφύλοπις:''' ιος (φῡ) adj. стойкий в бою Anth.
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεφύλοπις Medium diacritics: μενεφύλοπις Low diacritics: μενεφύλοπις Capitals: ΜΕΝΕΦΥΛΟΠΙΣ
Transliteration A: menephýlopis Transliteration B: menephylopis Transliteration C: menefylopis Beta Code: menefu/lopis

English (LSJ)

[ῡ], ιος, ὁ, ἡ,

   A staunch in battle, AP6.84 (Paul. Sil.), prob. cj. in Doroth. in Cat.Cod. Astr.8(4).223.

German (Pape)

[Seite 132] = μενέμαχος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).

Greek (Liddell-Scott)

μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, Ἀνθ. Π. 6. 84.

Greek Monolingual

μενεφύλοπις, -ιος, ό, ἡ (Α)
αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»].

Greek Monotonic

μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενεφύλοπις: ιος (φῡ) adj. стойкий в бою Anth.