μύθευμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μύθευμα:''' -ατος, τό, [[ιστορία]] που έχει ειπωθεί, [[παραμύθι]], σε Αριστ., Πλούτ. | |lsmtext='''μύθευμα:''' -ατος, τό, [[ιστορία]] που έχει ειπωθεί, [[παραμύθι]], σε Αριστ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μύθευμα:''' ατος (ῡ) τό рассказанное, рассказ, повествование Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A story, D.H. 4.3, Plu.Mar.11, Man.4.447 (pl.); plot of a play, Arist.Po.1460a29.
German (Pape)
[Seite 214] τό, das Gesagte, Erzählte, Plut. Mar. 11 u. a. Sp., wie Man. 4, 447.
Greek (Liddell-Scott)
μύθευμα: τό, μῦθος, διήγημα, λόγιον, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 20, Πλουτ. Μάρ. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conte, récit.
Étymologie: μυθεύω.
Greek Monolingual
το (Α μύθευμα) μυθεύω
νεοελλ.
πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα»)
αρχ.
1. μύθος
2. πλοκή θεατρικού έργου.
Greek Monotonic
μύθευμα: -ατος, τό, ιστορία που έχει ειπωθεί, παραμύθι, σε Αριστ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μύθευμα: ατος (ῡ) τό рассказанное, рассказ, повествование Arst., Plut.