μυθολόγημα: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῡθολόγημα:''' -ατος, τό, μυθικό [[αφήγημα]], σε Πλάτ., Πλούτ. | |lsmtext='''μῡθολόγημα:''' -ατος, τό, μυθικό [[αφήγημα]], σε Πλάτ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡθολόγημα:''' ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A mythical narrative or description, Pl.Phdr.229c, Lg.663e, Plu.Thes. 14, D.C.50.12.
German (Pape)
[Seite 214] τό, fabelhafte Erzählung; Plat. Phaedr. 229 c Legg. II, 663 e; Plut. Thes. 14; Luc. Philops. 37.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολόγημα: τό, μυθικὸν διήγημα ἢ περιγραφή, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, Νόμ. 663Ε, Πλουτ. Θησ. 14.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
récit fabuleux.
Étymologie: μυθολογέω.
Greek Monolingual
το (Α μυθολόγημα) μυθολογώ
διήγηση τὸ υπό μορφή μύθου («τὸ μὲν τοῡ Σιδωνίου μυθολόγημα ῥᾴδιον ἐγένετο», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάσμα της φαντασίας, μύθευμα.
Greek Monotonic
μῡθολόγημα: -ατος, τό, μυθικό αφήγημα, σε Πλάτ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μῡθολόγημα: ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc.