νηκουστέω: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νηκουστέω:''' (νη-, [[ἀκούω]], [[ἀκουστός]]), δεν [[ακούω]], δεν [[δίνω]] [[προσοχή]], [[δείχνω]] [[ανυπακοή]] σε κάποιον, [[παρακούω]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νηκουστέω:''' (νη-, [[ἀκούω]], [[ἀκουστός]]), δεν [[ακούω]], δεν [[δίνω]] [[προσοχή]], [[δείχνω]] [[ανυπακοή]] σε κάποιον, [[παρακούω]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νηκουστέω:''' не слушать(ся): οὐ νηκουστῆσαί τινος Hom. внять чьей-л. просьбе. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
(νη-, ἀκούω)
A give no heed to, disobey, c. gen., οὐδ' Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Il.20.14.
Greek (Liddell-Scott)
νηκουστέω: (νη-, ἀκούω) δὲν ἀκούω, δὲν προσέχω, παρακούω, μετὰ γενικ., οὐδ’ Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Ἰλ. Υ. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. poét. νηκούστησε;
ne pas écouter, désobéir à, gén..
Étymologie: νήκουστος.
English (Autenrieth)
(ἀκούω), aor. νηκούστησα: fail to hearken, disobey, w. gen., Il. 20.14†.
Greek Monotonic
νηκουστέω: (νη-, ἀκούω, ἀκουστός), δεν ακούω, δεν δίνω προσοχή, δείχνω ανυπακοή σε κάποιον, παρακούω· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νηκουστέω: не слушать(ся): οὐ νηκουστῆσαί τινος Hom. внять чьей-л. просьбе.