νυκτερωπός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτερωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''νυκτερωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτερωπός:''' являющийся ночью, ночной ([[δόκημα]] ὀνείρων Eur.; ирон. [[δόκημα]] σοφιστῶν Plut.).
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερωπός Medium diacritics: νυκτερωπός Low diacritics: νυκτερωπός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΩΠΟΣ
Transliteration A: nykterōpós Transliteration B: nykterōpos Transliteration C: nykteropos Beta Code: nukterwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A appearing by night, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.HF112 (lyr.), cf. Plu.2.1066c.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
sombre.
Étymologie: νύκτερος, ὤψ.

Greek Monolingual

νυκτερωπός, -όν (Α) νύκτερος
1. αυτός που φαίνεται κατά τη διάρκεια τή νύχτας
2. αυτός που μοιάζει με νύχτα, ο σκοτεινός.

Greek Monotonic

νυκτερωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερωπός: являющийся ночью, ночной (δόκημα ὀνείρων Eur.; ирон. δόκημα σοφιστῶν Plut.).