νεόδαρτος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόδαρτος:''' -ον ([[δείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> νεογδαρμένο [[δέρμα]] βοδιού, ἐκ νεοδάρτων [[βοῶν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''νεόδαρτος:''' -ον ([[δείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> νεογδαρμένο [[δέρμα]] βοδιού, ἐκ νεοδάρτων [[βοῶν]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόδαρτος:''' <b class="num">1)</b> недавно содранный ([[δέρμα]] Hom., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> недавно ободранный ([[βοῦς]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδαρτος Medium diacritics: νεόδαρτος Low diacritics: νεόδαρτος Capitals: ΝΕΟΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: neódartos Transliteration B: neodartos Transliteration C: neodartos Beta Code: neo/dartos

English (LSJ)

ον,

   A newly stripped off, δέρματα Od.4.437, Arist.Pr.889b10, cf. Od.22.363; ῥινός Epic. inArch.Pap.7.3; ἀσκός Aen.Tact.32.3.    2 newly flayed, βόες X.An.4.5.14.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch abgezogen; δέρμα, Od. 4, 437. 22, 363; καρβατίναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν, Xen. An. 4, 5, 14.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδαρτος: -ον, ὁ νεωστὴ ἐκδαρθείς, ἐπὶ δέρματος, τέσσαρα φωκάων... δέρματ’ ἔνεικεν· πάντα δ’ ἔσαν νεόδαρτα, «νεωστὶ ἐκδαρθέντα» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 437· δέρμα βοὸς νεόδαρτον Χ. 363· ἐκ νεοδάρτων βοῶν, δηλ. ἐκ βοείων δερμάτων νεωστὶ ἐκδαρθέντων, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: νέος, δέρω.

English (Autenrieth)

(δέρω): newly-flayed. (Od.)

Greek Monolingual

νεόδαρτος, -ον (Α)
(για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό-δαρτος].

Greek Monotonic

νεόδαρτος: -ον (δείρω
1. αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.
2. νεογδαρμένο δέρμα βοδιού, ἐκ νεοδάρτων βοῶν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νεόδαρτος: 1) недавно содранный (δέρμα Hom., Arst.);
2) недавно ободранный (βοῦς Xen.).