ὀδακτάζω: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδακτάζω]] (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)<br />[[δαγκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. [[προς]] το επίρρ. [[ὀδάξ]] «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα ρ. σε -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[κυπτάζω]]). Ο τ. <i>ὀδακτίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδάξ]], [[κατά]] τα ρήματα σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>λακ</i>-[[τίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδάξ]]].
|mltxt=[[ὀδακτάζω]] (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)<br />[[δαγκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. [[προς]] το επίρρ. [[ὀδάξ]] «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα ρ. σε -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[κυπτάζω]]). Ο τ. <i>ὀδακτίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδάξ]], [[κατά]] τα ρήματα σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>λακ</i>-[[τίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδάξ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδακτάζω:''' Anth. = [[ὀδάξω]].
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδακτάζω Medium diacritics: ὀδακτάζω Low diacritics: οδακτάζω Capitals: ΟΔΑΚΤΑΖΩ
Transliteration A: odaktázō Transliteration B: odaktazō Transliteration C: odaktazo Beta Code: o)dakta/zw

English (LSJ)

   A bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608 : ὀδακτίζω, D.H. 14.10 ; cf. ὀδάξω.

German (Pape)

[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).

Greek (Liddell-Scott)

ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.

Greek Monolingual

ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακ-τίζω)
βλ. και λ. οδάξ].

Russian (Dvoretsky)

ὀδακτάζω: Anth. = ὀδάξω.