Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυλουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῠλουργέω:''' (*[[ἔργω]]), [[κατεργάζομαι]] ξύλα, είμαι [[ξυλουργός]], [[μαραγκός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ξῠλουργέω:''' (*[[ἔργω]]), [[κατεργάζομαι]] ξύλα, είμαι [[ξυλουργός]], [[μαραγκός]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλουργέω:''' обрабатывать дерево, плотничать Her.
}}
}}

Revision as of 00:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλουργέω Medium diacritics: ξυλουργέω Low diacritics: ξυλουργέω Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: xylourgéō Transliteration B: xylourgeō Transliteration C: ksylourgeo Beta Code: culourge/w

English (LSJ)

Ion. ξῠλ-οργέω,

   A work wood, Hdt.3.113.

German (Pape)

[Seite 281] Holz verarbeiten, Her. 3, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργέω: (*ἔργω) ἐργάζομαι τὸ ξύλον, ἅπας τις τῶν ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο Ἡρόδ. 3. 113· μεταφ., ξυλουργεῖν λόγους Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
travailler le bois.
Étymologie: ξύλον, ἔργον.

Greek Monotonic

ξῠλουργέω: (*ἔργω), κατεργάζομαι ξύλα, είμαι ξυλουργός, μαραγκός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλουργέω: обрабатывать дерево, плотничать Her.