ὁμηρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὡμήρησα</i> ([[ὅμηρος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[συναντώ]], [[απαντώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ομοφωνώ]], [[συμφωνώ]], <i>φωνῇ ὁμηρεῦσαι</i> (Ιων. αντί <i>ὁμηροῦσαι</i>, θηλ. μτχ. πληθ.), σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὁμηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὡμήρησα</i> ([[ὅμηρος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[συναντώ]], [[απαντώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ομοφωνώ]], [[συμφωνώ]], <i>φωνῇ ὁμηρεῦσαι</i> (Ιων. αντί <i>ὁμηροῦσαι</i>, θηλ. μτχ. πληθ.), σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμηρέω:''' (= [[ὁμηρεύω]] I) встречаться (τινι Hom.).
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηρέω Medium diacritics: ὁμηρέω Low diacritics: ομηρέω Capitals: ΟΜΗΡΕΩ
Transliteration A: homēréō Transliteration B: homēreō Transliteration C: omireo Beta Code: o(mhre/w

English (LSJ)

   A meet, ὡμήρησε δέ μοι . . ἄγγελος ὠκύς Od. 16.468 ; expld. by Harp. as = ἀκολουθεῖν in Theopomp.Hist.278, cf. Arist.Fr.76.    2 metaph., accord, agree, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ion. for -οῦσαι) Hes.Th.39.

German (Pape)

[Seite 330] 1) zusammentreffen, zusammengehen, τινί, mit Einem, Od. 16, 468. – 2) Geißel sein, zum Unterpfande dienen, ἐγγυᾶσθαι erkl. Hesych. Vgl. noch Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηρέω: (ὅμηρος) συναντῶ, συντυγχάνω, ὡμήρησε δέ μοι... ἄγγελος ὠκὺς Ὀδ. Π. 468· ἑρμηνεύεται ὡς = ἀκολουθεῖν ἐν Θεοπόμπ. Ἱστ. 318. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ἰων ὁμηροῦσαι), «τῇ φωνῇ συμφωνοῦσαι, ὁμοῦ τῇ φωνῇ λέγουσαι» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 39, ἔνθα ἴδε Cöttling. ΙΙ. = ὁμηρεύω Ι. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se rencontrer avec, τινι.
Étymologie: ὁμός, ἄρω.

English (Autenrieth)

(root ἀρ), aor. ὡμήρησε: meet, Od. 16.468†.

Greek Monotonic

ὁμηρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὡμήρησα (ὅμηρος),·
1. συναντώ, απαντώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., ομοφωνώ, συμφωνώ, φωνῇ ὁμηρεῦσαι (Ιων. αντί ὁμηροῦσαι, θηλ. μτχ. πληθ.), σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηρέω: (= ὁμηρεύω I) встречаться (τινι Hom.).