οὐρανογνώμων: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐρᾰνογνώμων:''' -ον, ειδικευμένος στη [[γνώση]] του ουρανού, σε Λουκ. | |lsmtext='''οὐρᾰνογνώμων:''' -ον, ειδικευμένος στη [[γνώση]] του ουρανού, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐρᾰνογνώμων:''' 2, gen. ονος знающий небо, знакомый с астрономией Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A skilled in the heavens, Luc.Icar.5, Eust.1337.18.
German (Pape)
[Seite 417] ον, himmelskundig, Luc. Icarom. 5.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνογνώμων: -ον, ἔμπειρος περὶ τὴν γνῶσιν τοῦ οὐρανοῦ, Λουκ. Ἰκαρομ. 5.
French (Bailly abrégé)
ώμονος (ὁ, ἡ)
qui connaît le ciel, astronome.
Étymologie: οὐρανός, γιγνώσκω.
Greek Monolingual
οὐρανογνώμων, -ον (Α)
αυτός που γνωρίζει πολύ καλά τα σχετικά με τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. υδρο-γνώμων.
Greek Monotonic
οὐρᾰνογνώμων: -ον, ειδικευμένος στη γνώση του ουρανού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾰνογνώμων: 2, gen. ονος знающий небо, знакомый с астрономией Luc.