πανδοκεύτρια: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ, [[ξενοδόχος]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[φάλαινα]] [[πανδοκεύτρια]], θαλάσσιο [[τέρας]] έτοιμο να υποδεχτεί στην [[κοιλιά]] του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.
|lsmtext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ, [[ξενοδόχος]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[φάλαινα]] [[πανδοκεύτρια]], θαλάσσιο [[τέρας]] έτοιμο να υποδεχτεί στην [[κοιλιά]] του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ<b class="num">1)</b> хозяйка гостиницы Arph.;<br /><b class="num">2)</b> всепожирательница ([[φάλαινα]] π. Arph.).
}}
}}

Revision as of 01:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδοκεύτρια Medium diacritics: πανδοκεύτρια Low diacritics: πανδοκεύτρια Capitals: ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: pandokeútria Transliteration B: pandokeutria Transliteration C: pandokeytria Beta Code: pandokeu/tria

English (LSJ)

ἡ,

   A hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.

Greek Monolingual

ή, Α
βλ. πανδοκευτής.

Greek Monotonic

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, σε Αριστοφ.· μεταφ., φάλαινα πανδοκεύτρια, θαλάσσιο τέρας έτοιμο να υποδεχτεί στην κοιλιά του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πανδοκεύτρια:1) хозяйка гостиницы Arph.;
2) всепожирательница (φάλαινα π. Arph.).