πάνδικος: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάνδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -[[κως]], [[πάρα]] [[πολύ]] [[δίκαιος]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] [[απλώς]] = [[πάντως]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πάνδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -[[κως]], [[πάρα]] [[πολύ]] [[δίκαιος]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] [[απλώς]] = [[πάντως]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάνδῐκος:''' совершенно справедливый: πανδίκῳ φρενί Soph. = [[πανδίκως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A all-righteous, φρήν S.Tr.294; π. σέβας prob. in A. Supp.776(lyr.). Adv. -κως most justly, Id.Th.172 (lyr.), 670, Ch.241, S.OC1306, E.Rh.720 (lyr.); as in duty bound, S.Tr.611, 1247.
German (Pape)
[Seite 458] ganz gerecht; λιταί, Aesch. Spt. 155; φρήν, Soph. Trach. 294. – Häufiger im adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht, ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται, Aesch. Ch. 239; Eum. 771 u. öfter; Soph. Trach. 610; Eur. Rhes. 720.
Greek (Liddell-Scott)
πάνδῐκος: -ον, δικαιότατος, Σοφ. Τρ. 294· ἴδε ἐν λέξ. βοῦνις. - Ἐπίρρ. -κως, δικαιότατα, Αἰσχύλ. Θήβ. 172, 670, Χο. 241· οὕτω παρὰ Σοφοκλ. ἡ λέξις κεῖται ἁπλῶς ὡς = πάντως, Τρ. 611, 1247, Ο. Κ. 1306, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 720.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait juste.
Étymologie: πᾶν, δίκη.
Greek Monolingual
-ον, Α
δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ.
β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.).
επίρρ...
πανδίκως
με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ-δικος].
Greek Monotonic
πάνδῐκος: -ον (δίκη), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, πάρα πολύ δίκαιος, σε Αισχύλ.· αλλά απλώς = πάντως, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάνδῐκος: совершенно справедливый: πανδίκῳ φρενί Soph. = πανδίκως.