ὄρνεον: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(5) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρνεον:''' τό, = [[ὄρνις]],<br /><b class="num">I.</b> πουλί, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὰ ὄρνεα</i>, [[αγορά]] όπου εκτίθενται πουλιά, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὄρνεον:''' τό, = [[ὄρνις]],<br /><b class="num">I.</b> πουλί, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὰ ὄρνεα</i>, [[αγορά]] όπου εκτίθενται πουλιά, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρνεον:''' τό<b class="num">1)</b> птица Hom., Arph., Plat., Arst., NT;<br /><b class="num">2)</b> pl. птичий рынок Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = ὄρνις, bird, Il.13.64, Cratin.108, Ar.Av.291, 305, Th. 2.50, Pl.Phdr.274c, al., Arist.GA756a16,al. II τὰ ὄ. the bird-market, Ar.Av.13.
German (Pape)
[Seite 382] τό, der Vogel; Il. 13, 64; Plat. Phaedr. 274 c Tim. 91 d, öfter, u. Sp.; τὰ ὄρνεα, der Vogelmarkt, Ar. Av. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρνεον: τό, = ὄρνις, πτηνόν, Ἰλ. Ν. 64, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 291, 305, Θουκ. 2. 50, Πλάτ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. τὰ ὄρνεα, ἡ ἀγορὰ τῶν ὀρνέων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 13· πρβλ. ἰχθὺς ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνεα· ὀρνεοπώλια. καὶ πετεινά καὶ τόπος».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
oiseau.
Étymologie: ὄρνις.
English (Autenrieth)
bird, Il. 13.64†.
Spanish
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of ὄρνις; a birdling: bird, fowl.
English (Thayer)
ὀρνέου, τό, a bird: Sept.; Homer, Thucydides, Xenophon, Plato; Josephus, Antiquities 3,1, 5.)
Greek Monotonic
ὄρνεον: τό, = ὄρνις,
I. πουλί, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
II. τὰ ὄρνεα, αγορά όπου εκτίθενται πουλιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρνεον: τό1) птица Hom., Arph., Plat., Arst., NT;
2) pl. птичий рынок Arph.