πανάφυκτος: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰνάφυκτος:''' -ον, [[αναπόφευκτος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πᾰνάφυκτος:''' -ον, [[αναπόφευκτος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνάφυκτος:''' (ᾰφ) совершенно неизбежный, неминуемый ([[βρόχος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A all-inevitable, βρόχος AP9.396 (Paul. Sil.); ζεῦγμα IG3.1339.
German (Pape)
[Seite 457] ganz u. gar nicht zu entfliehen, βρόχος, unentrinnbar, Paul. Sil. 72 (IX, 396).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάφυκτος: -ον, ὅλως ἄφευκτος, βρόχος Ἀνθ. Π. 9. 396, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’où l’on ne peut s’échapper ; tout à fait inévitable.
Étymologie: πᾶν, ἄφυκτος.
Greek Monolingual
πανάφυκτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) εντελώς αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφυκτος «αναπόφευκτος»].
Greek Monotonic
πᾰνάφυκτος: -ον, αναπόφευκτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάφυκτος: (ᾰφ) совершенно неизбежный, неминуемый (βρόχος Anth.).