παραείρω: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραείρω:''' συνηρ. -[[αίρω]], [[υψώνω]], [[σηκώνω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>παρ-ηέρθην</i>, [[κρέμομαι]] από το ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παραείρω:''' συνηρ. -[[αίρω]], [[υψώνω]], [[σηκώνω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>παρ-ηέρθην</i>, [[κρέμομαι]] από το ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραείρω:''' приподнимать, pass. склоняться в сторону: παρηέρθη δὲ [[κάρη]] Hom. на бок повисла (отрубленная) голова (Ликона).
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰείρω Medium diacritics: παραείρω Low diacritics: παραείρω Capitals: ΠΑΡΑΕΙΡΩ
Transliteration A: paraeírō Transliteration B: paraeirō Transliteration C: paraeiro Beta Code: paraei/rw

English (LSJ)

   A = παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—Pass., hang on one side, παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341.

German (Pape)

[Seite 478] zsgz. παραίρω (s. ἀείρω), daneben oder dabei heben, φρένας, erheben oder verkebren, Archil. 63; vgl. Opp. Hal. 4, 19; – pass. daneben, an der Seite hangen, schweben, παρηέρθη δὲ κάρη, Il. 16, 341.

Greek (Liddell-Scott)

παραείρω: συνῃρ. παραίρω· αἴρω, ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.

French (Bailly abrégé)

f. παραερῶ, ao. παρήειρα, ao. Pass. παρηέρθην;
lever ou suspendre à côté.
Étymologie: παρά, ἀείρω.

English (Autenrieth)

only aor. pass., παρηέρθη, hung down, Il. 16.341†.

Greek Monolingual

και παραίρω Α
1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» — ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.)
2. παθ. παραείρομαι
κρεμιέμαι από το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»].

Greek Monotonic

παραείρω: συνηρ. -αίρω, υψώνω, σηκώνω — Παθ., αόρ. αʹ παρ-ηέρθην, κρέμομαι από το ένα μέρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραείρω: приподнимать, pass. склоняться в сторону: παρηέρθη δὲ κάρη Hom. на бок повисла (отрубленная) голова (Ликона).