περιημεκτέω: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.). | |lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιημεκτέω:''' <b class="num">1)</b> сильно страдать, быть подавленным (τῇ συμφορῇ Her.);<br /><b class="num">2)</b> быть возмущенным (τῇ ἀπάτῃ Her.);<br /><b class="num">3)</b> досадовать: π. ἐκπεφευγότων Her. досадовать на то, что (враги) убежали. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be aggrieved, chafe, τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, etc., Hdt.1.44,164, 4.154, al.: c. gen. pers., to be aggrieved at or with him, Id.8.109: abs., Id.1.114. (ἡμεκτέω only in Hsch.)
German (Pape)
[Seite 576] (das simplex kommt nicht vor, wahrscheinlich hängt es mit αἷμα, αἱμάσσω zusammen und drückt den heftigen Schmerz einer Wunde aus, vgl. ἡμωδία, ἡμωδιάω), eigtl. heftigen Schmerz empfinden, betrübt, unwillig sein oder werden; τῇ συμφορῇ, über das Unglück, Her. 1, 44; τῇ δουλοσύνῃ, 1, 164, öfter; u. absolut, 1, 114; u. c. gen., 8, 109; οὗτοι γὰρ μάλιστα ἐκπεφευγότων περιημέκτεον, sie waren am meisten darüber unwillig, daß jene entflohen waren; die VLL. erkl. ἀγανακτεῖν, ἀνιᾶσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιημεκτέω: κυρίως, αἰσθάνομαι σφοδρὸν πόνον, ἀνιῶμαι μεγάλως, δυσφορῶ, ἀγανακτῶ, τινί, διά τι πρᾶγμα, ὡς τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, κτλ., Ἡρόδ. 1.44, 164., 4.154· ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ἀγανακτῶ, δυσαρεστοῦμαι πρός τινα, κατά τινος, 8.109· ἀπολ., 1.114. (Τὸ ἁπλοῦν -ημεκτέω ἀπαντᾷ μόνον ἐν νόθῳ τινὶ γλωσσ. τοῦ Ἡσυχ., ἴδε Schmidt. Ἡ κατάληξις δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν τοῦ πλέονεκτέω καὶ ἀγανακτέω, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς συλλαβῆς -ημ δὲν ἔχει ἀνακαλυφθῆ).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.
Étymologie: περί, ἡμεκτέω.
Greek Monotonic
περιημεκτέω: μέλ. -ήσω, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, δυσφορώ υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., αγανακτώ με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το -ημεκτέω είναι αμφίβ.).
Russian (Dvoretsky)
περιημεκτέω: 1) сильно страдать, быть подавленным (τῇ συμφορῇ Her.);
2) быть возмущенным (τῇ ἀπάτῃ Her.);
3) досадовать: π. ἐκπεφευγότων Her. досадовать на то, что (враги) убежали.