περιπόνηρος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(nl)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιπόνηρος -ον [περί, πονηρός] erg gemeen.
|elnltext=περιπόνηρος -ον [περί, πονηρός] erg gemeen.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπόνηρος:''' гнусный или бессовестный Arph.
}}
}}

Revision as of 02:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόνηρος Medium diacritics: περιπόνηρος Low diacritics: περιπόνηρος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΝΗΡΟΣ
Transliteration A: peripónēros Transliteration B: periponēros Transliteration C: periponiros Beta Code: peripo/nhros

English (LSJ)

ον,

   A very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ἀρτέμων Ar.Ach.850.

German (Pape)

[Seite 589] sehr schlecht, Ar. Ach. 850.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόνηρος: -ον, λίαν πονηρός, ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. περιφόρητος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très méchant.
Étymologie: περί, πονηρός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.).
επίρρ...
περιπονήρως Μ
με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση.

Greek Monotonic

περιπόνηρος: -ον, εξαιρετικά άθλιος, λογοπαίγνιο στο περιφόρητος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπόνηρος -ον [περί, πονηρός] erg gemeen.

Russian (Dvoretsky)

περιπόνηρος: гнусный или бессовестный Arph.