περιπέμπω: Difference between revisions
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-πέμπω rondzenden. | |elnltext=περι-πέμπω rondzenden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπέμπω:''' посылать вокруг, отправлять в обход (διηκοσίας [[νέας]] Her.; [[δύο]] τέλη τῶν ἱππέων Thuc.): οἱ περιπεμφθέντες Her. посланцы, гонцы. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A send round from one place to another, [νέας] π. ἔξωθεν Σκιάθου Hdt.8.7 ; δύο τέλη τῶν ἱππέων Th.4.86 ; αἱ νῆες . . αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι Id.5.3. 2 send round to a number of places, οἱ περιπεμφθέντες Hdt.1.48.
German (Pape)
[Seite 586] herum, aller Orten umherschicken; Her. 8, 7; οἱ περιπεμφθέντες, 1, 48; περιεπέμψαντο, Thuc. 4, 96; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιπέμπω: πέμπω ὁλόγυρα ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἄλλον, [[[νέας]]] π. ἔξωθεν Σκιάθου Ἡρόδ. 8. 7· δύο τέλη τῶν ἱππέων Θουκ. 4. 86· αἱ νῆες... αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι ὁ αὐτ. 5. 3. 2) πέμπω ὁλόγυρα εἰς πολλὰ μέρη, οἱ περιμπεμφθέντες Ἡρόδ. 1. 48.
French (Bailly abrégé)
envoyer tout autour ou de tous côtés.
Étymologie: περί, πέμπω.
Greek Monolingual
Α πέμπω·1. στέλνω κάποιον ολόγυρα, τον στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού («τῶν νεῶν... διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου», Ηρόδ.)
2. στέλνω κάποιον σε ορισμένο μέρος.
Greek Monotonic
περιπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω τριγύρω από το ένα μέρος στο άλλο, στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πέμπω rondzenden.
Russian (Dvoretsky)
περιπέμπω: посылать вокруг, отправлять в обход (διηκοσίας νέας Her.; δύο τέλη τῶν ἱππέων Thuc.): οἱ περιπεμφθέντες Her. посланцы, гонцы.