περιτροπή: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιτροπή:''' ἡ ([[περιτρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μεταβολή]], [[περιστροφή]], [[περιφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροπή]], [[αλλαγή]], <i>ἐν περιτροπῇ</i>, κατά [[διαδοχή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περιτροπή:''' ἡ ([[περιτρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μεταβολή]], [[περιστροφή]], [[περιφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροπή]], [[αλλαγή]], <i>ἐν περιτροπῇ</i>, κατά [[διαδοχή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιτροπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> вращение: σκυτάλης ἢ ὑπέρου π. погов. Plat. (бесплодное) вращение палки или песта, т. е. толчение воды в ступе;<br /><b class="num">2)</b> круговорот, чередование, цикл, круг (περιτροπαὶ βραχύποροι Plat.): ἐν περιτροπῇ Her. чередуясь, посменно;<br /><b class="num">3)</b> опрокидывание (περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]] Plut.): ἡ π. τοῦ λόγου Sext. обращение доказательства, т. е. использование довода противника против него самого.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, das Umkehren, Plat. Theaet. 209 d; ὑπέρου π., von Dingen, mit denen man nicht zu Stande kommt, Phot. u. Suid. aus Plat. com.; – Umwechseln, ἐν περιτροπῇ, reihum, Einer nach dem Andern, Her. 2, 168. 3, 69; ἐκ περιτροπῆς, D. Hal. 5, 2; – das Umwerfen, beim Ringen, Plut. Symp. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροπή: ἡ, περιστροφή, κύκλος, Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις... περιτροπὰς ξυνάπτωσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Α· ἐτέων περιτροπὰς Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1.8· ― παροιμ., ὑπέρου π., ἴδε ὕπερος Ι. 2) ἐν περιτροπῇ, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἕτερον, κατὰ διαδοχήν, ἢ περιοδικῶς, τάδε δὲ ἐν περιτροπῇ ἐκαρποῦντο, καὶ οὐδαμὰ ωὑτοὶ Ἡρόδ. 2. 168., 3. 69· ἐκ περιτροπῆς Διον. Ἁλ. 5. 2, Δίων Κ. 53. 1. 3) ἀνατροπή, ὠθισμοὶ καὶ π. ἀλλήλων Πλούτ. 2. 639F· ― ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ π. τοῦ λόγου, ἀνατροπὴ τοῦ ἀντιπάλου διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἐπιχειρημάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 128, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour périodique ou par alternance ; ἐν περιτροπῄ à tour de rôle, successivement;
2 action de renverser en faisant tourner.
Étymologie: περιτρέπω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιτρέπω
φρ. «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη σειρά, αλληλοδιαδόχως, με κανονική εναλλαγή της σειράς
μσν.-αρχ.
μετατροπή, εναλλαγήμηδαμῶς συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)
αρχ.
1. περιστροφή, κυκλική κίνηση («ἐτέων περιτροπάς», Σιμων.)
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ ἀλλήλων», Πλούτ.)
3. φρ. α) «περιτροπὴ τοῡ λόγου» — το να στρέφει κάποιος εναντίον του αντιπάλου του το επιχείρημα που προέβαλε εκείνος
β) παροιμ. «ὑπέρου περιτροπή» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν κάτι πολλές φορές χωρίς να κατορθώνουν τίποτε.

Greek Monotonic

περιτροπή: ἡ (περιτρέπω),
1. μεταβολή, περιστροφή, περιφορά, σε Πλάτ.
2. ανατροπή, αλλαγή, ἐν περιτροπῇ, κατά διαδοχή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιτροπή:1) вращение: σκυτάλης ἢ ὑπέρου π. погов. Plat. (бесплодное) вращение палки или песта, т. е. толчение воды в ступе;
2) круговорот, чередование, цикл, круг (περιτροπαὶ βραχύποροι Plat.): ἐν περιτροπῇ Her. чередуясь, посменно;
3) опрокидывание (περιτροπαὶ ἀλλήλων Plut.): ἡ π. τοῦ λόγου Sext. обращение доказательства, т. е. использование довода противника против него самого.