πιδύω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῑδύω:''' ρέω ορμητικά προς τα [[εμπρός]], [[αναβλύζω]], σε Ανθ., Πλούτ.
|lsmtext='''πῑδύω:''' ρέω ορμητικά προς τα [[εμπρός]], [[αναβλύζω]], σε Ανθ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῑδύω:''' (ῡ) струиться, литься, изливаться Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδύω Medium diacritics: πιδύω Low diacritics: πιδύω Capitals: ΠΙΔΥΩ
Transliteration A: pidýō Transliteration B: pidyō Transliteration C: pidyo Beta Code: pidu/w

English (LSJ)

   A gush forth, AP9.322 (Leon.), 10.13 (Satyr.); ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτόν] Plu.Aem.14, cf. Antig.Mir.144: —Med., Nic.Th.302. [ῡ exc. in Nic. l.c.]

German (Pape)

[Seite 612] aufquellen, durchquellen u. durchsintern lassen; πιδυούσης εἰς ἓν τῆς γῆς τὰς ἀρχὰς τῶν ποταμῶν, Arist. meteorl. 1, 13, 5; gew. im med. hervorquellen, sprudeln, αἷμα διὲκ ῥινῶν τε καὶ αὐχένος πιδύεται, Nic. Ther. 302, Schol. πηδᾷ. Die Gramm. haben auch πηδύω u. leiten es falsch von πηδάω ab.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδύω: ἀναβρύω, Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτὸν] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. ἐκπιδύομαι. Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. πιδύω, πιδάω, πηδάω ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. πίνω.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
sourdre, jaillir.
Étymologie: R. Πι, boire ; cf. πίνω.

Greek Monolingual

Α
αναβλύζω, βγαίνω, ξεπηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου πῖδυς (βλ. πίδακας)].

Greek Monotonic

πῑδύω: ρέω ορμητικά προς τα εμπρός, αναβλύζω, σε Ανθ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πῑδύω: (ῡ) струиться, литься, изливаться Plut., Anth.