ποδανιπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδᾰνιπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[νίζω]]), [[αγγείο]], [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] των ποδιών, [[νιπτήρας]] για τα πόδια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ποδᾰνιπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[νίζω]]), [[αγγείο]], [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] των ποδιών, [[νιπτήρας]] για τα πόδια, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδᾰνιπτήρ:''' ῆρος ὁ таз для омовения ног, ножная ванночка Her.
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδᾰνιπτήρ Medium diacritics: ποδανιπτήρ Low diacritics: ποδανιπτήρ Capitals: ΠΟΔΑΝΙΠΤΗΡ
Transliteration A: podaniptḗr Transliteration B: podaniptēr Transliteration C: podaniptir Beta Code: podanipth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (νίζω)

   A vessel for washing the feet in, footpan, Stesich.30 (v. infr.), Hdt.2.172, Amips.2, Diocl.Com.1, IG12.313.137, 22.1425.393, 11(2).161B127 (Delos, iii B.C.), CIG3071.8(Teos, ii B.C.), Plu.2.151d, etc.: ποδονιπτήρ is a later form, Ath.4.168f, Stesich.l.c.(codd.Ath.10.451d).

German (Pape)

[Seite 642] ῆρος, ὁ, Gefäß, Wanne, die Füße darin zu waschen, Fußbecken, Her. 2, 172, Arist. Pol. 1, 12. Später auch ποδονιπτήρ. S. Inscr. 3071.

Greek (Liddell-Scott)

ποδᾰνιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγεῖον πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ τύπος ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· ποδονιπτήρ, ποδόνιπτρον εἶναι τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
bassin pour les pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.

Greek Monolingual

και ποδονιπτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.].

Greek Monotonic

ποδᾰνιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο, δοχείο για το πλύσιμο των ποδιών, νιπτήρας για τα πόδια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ποδᾰνιπτήρ: ῆρος ὁ таз для омовения ног, ножная ванночка Her.