ποικιλομήχανος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλομήχᾰνος:''' -ον, [[γεμάτος]] με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ποικῐλομήχᾰνος:''' -ον, [[γεμάτος]] με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλομήχανος:''' хитроумный, лукавый ([[Ἔρως]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήχᾰνος Medium diacritics: ποικιλομήχανος Low diacritics: ποικιλομήχανος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: poikilomḗchanos Transliteration B: poikilomēchanos Transliteration C: poikilomichanos Beta Code: poikilomh/xanos

English (LSJ)

ον,

   A full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ-μήχανος].

Greek Monotonic

ποικῐλομήχᾰνος: -ον, γεμάτος με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλομήχανος: хитроумный, лукавый (Ἔρως Anth.).