πῖον: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />(ενν. [[γάλα]]) το [[πάχος]], το [[λίπος]] του γάλακτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[πίων]]]. | |mltxt=τὸ, Α<br />(ενν. [[γάλα]]) το [[πάχος]], το [[λίπος]] του γάλακτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[πίων]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῖον:''' n к [[πίων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
(sc. γάλα), τό,
A fat, rich milk, Nic.Al.77.
German (Pape)
[Seite 617] τό, Fett, Fettigkeit, fette Milch, Nic. Al. 77. Eigtl. neutr. von πίων.
Greek (Liddell-Scott)
πῖον: (ἐξυπ. γάλα), τό, παχύ, πηκτὸν γάλα, Νικ. Ἀλεξιφ. 77.
French (Bailly abrégé)
neutre de πίων.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(ενν. γάλα) το πάχος, το λίπος του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πίων].
Russian (Dvoretsky)
πῖον: n к πίων.