πολύρρην: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(nl) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren. | |elnltext=πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύρρην:''' ηνος adj. [* [[ἀρήν]] богатый баранами или овцами ([[ἄνδρες]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ηνος, (ἀρήν)
A rich in lambs, Carm.Naupact.2 (EGFp.199K.): dat.sg. -ρρηνι Hsch. (-ρρήνη cod.): nom. pl. -ρρηνες, ἄνδρες Il.9.154,296, Hes.Fr.134.3, cf. Theoc. 25.117: the older dat. of πολύρρην ( Πολύ-ϝρην) is πολύαρνι (from *πολύ-ϝṛνι) Il.2.106 (-ϝρην is to -ϝṛν-ι as πατήρ to πατρ-ί).
French (Bailly abrégé)
ηνος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui est riche en agneaux, p. suite en troupeaux.
Étymologie: πολύς, *ῥήν.
English (Autenrieth)
and πολύρρηνος (ϝρην, ϝάρνα): rich in sheep, Il. 9.154 and 296.
Greek Monolingual
-ηνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αμάρτυρος τ. ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρην: ηνος adj. [* ἀρήν богатый баранами или овцами (ἄνδρες Hom.).