πολυχρηματία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυχρημᾰτία:''' ἡ, [[αφθονία]] σε πλούτο, σε Ξεν. | |lsmtext='''πολυχρημᾰτία:''' ἡ, [[αφθονία]] σε πλούτο, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυχρημᾰτία:''' ἡ богатство, состоятельность Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A greatness of wealth, opp. εὐτέλεια, X.Smp.4.42, cf. Poll.3.110.
German (Pape)
[Seite 677] Besitz vieles Vermögens; Poll. 3, 110; bei Xen. Conv. 4, 42 Ggstz von εὐτέλεια.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρημᾰτία: ἡ, ἀφθονία χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, Πολυδ. Γ΄, 110.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de biens, richesse.
Étymologie: πολυχρήματος.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολυχρήματος
αφθονία χρημάτων, πολλά χρήματα, μεγάλος πλούτος.
Greek Monotonic
πολυχρημᾰτία: ἡ, αφθονία σε πλούτο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυχρημᾰτία: ἡ богатство, состоятельность Xen.