πολυΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(33)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[πολυμαθής]], [[πολύξερος]] («ὁ δὲ [[ποιητής]] πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για [[πολλά]] και ποικίλα θέματα<br />β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράγμα]]) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴστωρ]] / [[ἵστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>φιλ</i>-[[ίστωρ]]].
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[πολυμαθής]], [[πολύξερος]] («ὁ δὲ [[ποιητής]] πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για [[πολλά]] και ποικίλα θέματα<br />β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράγμα]]) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴστωρ]] / [[ἵστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>φιλ</i>-[[ίστωρ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυΐστωρ:''' ορος adj. много знающий, весьма ученый ([[βίβλος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 02:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυΐστωρ Medium diacritics: πολυΐστωρ Low diacritics: πολυΐστωρ Capitals: ΠΟΛΥΪΣΤΩΡ
Transliteration A: polyḯstōr Transliteration B: poluistōr Transliteration C: polyistor Beta Code: polui/+stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A very learned, D.H. Din.1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as epith. of Alexander Polyhistor, J.AJ1.15.1, etc.; βίβλος AP9.280 (Apollonid.):—also πολυ-ΐστορος, ον, Sch.Lyc.5.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).

Greek (Liddell-Scott)

πολυΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, πολυμαθής, Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― ὡσαύτως πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, ἴστωρ.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.)
νεοελλ.
(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα
β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου
αρχ.
(για πράγμα) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴστωρ / ἵστωρ (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. φιλ-ίστωρ].

Russian (Dvoretsky)

πολυΐστωρ: ορος adj. много знающий, весьма ученый (βίβλος Anth.).