πλοχμός: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(nl)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.
|elnltext=πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.
}}
{{elru
|elrutext='''πλοχμός:''' ὁ (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> прядь волос, локон Hom., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> щупальце (sc. πουλύπου Anth.).
}}
}}

Revision as of 02:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοχμός Medium diacritics: πλοχμός Low diacritics: πλοχμός Capitals: ΠΛΟΧΜΟΣ
Transliteration A: plochmós Transliteration B: plochmos Transliteration C: plochmos Beta Code: ploxmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A like πλόκαμος, mostly in pl., locks, braids of hair, Il.17. 52, A.R.2.677, AP6.237 (Antist.), Q.S.5.39.    II tentacles of the polypus, AP9.10 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, wie πλόκαμος, geflochtenes Haar, Locke, gew. im plur., Il. 17, 52 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 677.

Greek (Liddell-Scott)

πλοχμός: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ πλόκαμος, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. βόστρυχοι, πλόκαμοι τῆς κόμης, Ἰλ. Ρ. 52, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677, Ἀνθ. Π. 6. 237. ΙΙ. οἱ πλόκαμοι τοῦ πολύποδος, αὐτόθι 9. 10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
boucle de cheveux.
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; v. πλέκω, cf. πλόκαμος.

English (Autenrieth)

=πλόκαμος, pl., Il. 17.52†.

Greek Monolingual

-oῡ, ὁ, Α
1. πλόκαμος, πλεξίδα
2. (ειδικά) το πλοκάμι του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκ-σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του πλέκω + επίθημα -smo-, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- (πρβλ. -ιω-χμός, ρω-χμός)].

Greek Monotonic

πλοχμός: -οῦ, ὁ,
I. όπως το πλόκαμος, συνήθως στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.

Russian (Dvoretsky)

πλοχμός: ὁ (только pl.)
1) прядь волос, локон Hom., Anth.;
2) щупальце (sc. πουλύπου Anth.).