πρευμένεια: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρευμένεια -ας, ἡ [πρευμενής] welwillendheid. | |elnltext=πρευμένεια -ας, ἡ [πρευμενής] welwillendheid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρευμένεια:''' ἡ [[πρηΰς]] кротость, нежность Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A gentleness of temper, graciousness, E.Or.1323.
German (Pape)
[Seite 699] ἡ, Sanftmuth, Huld, Eur. Or. 1323.
Greek (Liddell-Scott)
πρευμένεια: ἡ, πραότης διαθέσεως, ἠπιότης, χάρις, εὐμένεια, Εὐρ. Ὀρ. 1323.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance, bonté.
Étymologie: πρευμενής.
Greek Monolingual
ἡ, Α πρευμενής
πραότητα, ηπιότητα, ευμένεια.
Greek Monotonic
πρευμένεια: ἡ, πραότητα διάθεσης, ηπιότητα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρευμένεια -ας, ἡ [πρευμενής] welwillendheid.
Russian (Dvoretsky)
πρευμένεια: ἡ πρηΰς кротость, нежность Eur.