προέλευσις: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(6_11) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προέλευσις''': ἡ, τὸ προηγεῖσθαι, προχωρεῖν, Ἰουστῖν. Μ. 269D. II. [[πομπή]], «[[ἐντεῦθεν]] παρὰ τοῖς [[ὕστερον]] ἡ πομπὴ καὶ τὸ πέμπειν ἐπὶ θριαμβικῆς προελεύσεως» Εὐστάθ. 1292. 16· «[[ὅθεν]] καὶ πομπὴ ὁ [[θρίαμβος]], ὃν προέλευσιν ἡ κοινὴ [[γλῶσσα]] καλεῖ» παρὰ τῷ αὐτῷ 762, 7· ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι Τζέτζ. Ἱστ. 6, 492. 2) [[ἔξοδος]], [[ἔφοδος]], Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 6. ΙΙΙ. [[προαγωγή]], [[προβιβασμός]], Ἰω. Μόσχος 3084Β. | |lstext='''προέλευσις''': ἡ, τὸ προηγεῖσθαι, προχωρεῖν, Ἰουστῖν. Μ. 269D. II. [[πομπή]], «[[ἐντεῦθεν]] παρὰ τοῖς [[ὕστερον]] ἡ πομπὴ καὶ τὸ πέμπειν ἐπὶ θριαμβικῆς προελεύσεως» Εὐστάθ. 1292. 16· «[[ὅθεν]] καὶ πομπὴ ὁ [[θρίαμβος]], ὃν προέλευσιν ἡ κοινὴ [[γλῶσσα]] καλεῖ» παρὰ τῷ αὐτῷ 762, 7· ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι Τζέτζ. Ἱστ. 6, 492. 2) [[ἔξοδος]], [[ἔφοδος]], Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 6. ΙΙΙ. [[προαγωγή]], [[προβιβασμός]], Ἰω. Μόσχος 3084Β. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προέλευσις:''' εως ἡ выходка, (остроумный) выпад (Luc. - v. l. [[προαίρεσις]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A issuing forth, Sm.Ex.21.7, al., Olymp.in Mete. 147.23; ἐκ τοῦ παλατίου Tz.H.6.491; progress, procession, π. θριαμβική Eust.1292.16. 2 f.l. for προαίρεσις in Luc.Prom.Es6. 3 παραμύθιον τῆς π. μου a reward for my trouble, PFlor.332.20 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 719] ἡ, das Vorgehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προέλευσις: ἡ, τὸ προηγεῖσθαι, προχωρεῖν, Ἰουστῖν. Μ. 269D. II. πομπή, «ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς ὕστερον ἡ πομπὴ καὶ τὸ πέμπειν ἐπὶ θριαμβικῆς προελεύσεως» Εὐστάθ. 1292. 16· «ὅθεν καὶ πομπὴ ὁ θρίαμβος, ὃν προέλευσιν ἡ κοινὴ γλῶσσα καλεῖ» παρὰ τῷ αὐτῷ 762, 7· ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι Τζέτζ. Ἱστ. 6, 492. 2) ἔξοδος, ἔφοδος, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 6. ΙΙΙ. προαγωγή, προβιβασμός, Ἰω. Μόσχος 3084Β.
Russian (Dvoretsky)
προέλευσις: εως ἡ выходка, (остроумный) выпад (Luc. - v. l. προαίρεσις).