ποππυσμός: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποππυσμός:''' ὁ ([[ποππύζω]]), [[σφύριγμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ποππυσμός:''' ὁ ([[ποππύζω]]), [[σφύριγμα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποππυσμός:''' ὁ посвистывание, причмокивание Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, = foreg., X.Eq.9.10, Plu.2.713b (pl.), Poll.1.210, v.l. in D.H.Comp.14;
A σιγμοῖς καὶ π. Nicom.Harm.6, cf. PMag.Leid.W.1.37; of applause, Plu. 2.545c : Lat. poppysmus, of the sound made on seeing lightning, Plin. HN28.25 (pl.); ὁ ἱερακοπρόσωπος κορκόδειλος . . τὸν θεὸν ἀσπάζεται τῷ π. PMag.Leid.W.2.1.
German (Pape)
[Seite 682] ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσθαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 appel de la langue pour flatter un cheval;
2 une sorte de sifflement.
Étymologie: ποππύζω.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ποππύζω
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.)
αρχ.
έπαινος, επευφημία.
Greek Monotonic
ποππυσμός: ὁ (ποππύζω), σφύριγμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ποππυσμός: ὁ посвистывание, причмокивание Xen., Plut.