προσεντείνω: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεντείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]], [[εντείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[προσεντείνω]] [[πληγάς]] τινι, [[δέρνω]] κάποιον με περισσότερα χτυπήματα, σε Δημ.
|lsmtext='''προσεντείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]], [[εντείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[προσεντείνω]] [[πληγάς]] τινι, [[δέρνω]] κάποιον με περισσότερα χτυπήματα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεντείνω:''' досл. сверх того вытягивать, перен. наносить ([[πληγάς]] τινι Dem., Luc., Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεντείνω Medium diacritics: προσεντείνω Low diacritics: προσεντείνω Capitals: ΠΡΟΣΕΝΤΕΙΝΩ
Transliteration A: prosenteínō Transliteration B: prosenteinō Transliteration C: prosenteino Beta Code: prosentei/nw

English (LSJ)

   A strain still more: only in phrase π. πληγάς τινι proceed or continue to heap blows on one, D.21.12; π. ἑτέρας Plu.2.237d, cf. Luc.Tim.47:—Pass., become more tense, Herod.Med. in Rh.Mus.58.71.

German (Pape)

[Seite 759] (s. τείνω), noch dazu, noch mehr ausspannen; πληγάς τινι, noch dazu Schläge geben, Dem. 21, 12; auch ohne πληγάς, Plut. instit. lacon. p. 251.

Greek (Liddell-Scott)

προσεντείνω: ἐντείνω ἔτι μᾶλλον, πρ. πληγάς τινι, δέρω τινὰ ἔτι μᾶλλον, Δημ. 528. 25· πρ. ἑτέρας Πλούτ. 2. 237D, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 47.

French (Bailly abrégé)

ao. προσενέτεινα, etc.
étendre ou allonger encore : πληγάς τινι asséner de nouveaux coups ; προσεντείνειν ἑτέρας (s.e. πληγάς) PLUT m. sign.
Étymologie: πρός, ἐντείνω.

Greek Monolingual

Α ἐντείνω
1. τεντώνω κάτι περισσότερο («ἐπειδὴ νοσοῡντα πρῴην εἶδὲ με... πληγὰς ὁ γενναῑος προσενέτεινεν», Λουκ.)
2. φρ. «προσεντείνειν πληγάς τινι» — εξακολουθώ να δέρνω κάποιον.

Greek Monotonic

προσεντείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω, εντείνω ακόμα περισσότερο, προσεντείνω πληγάς τινι, δέρνω κάποιον με περισσότερα χτυπήματα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσεντείνω: досл. сверх того вытягивать, перен. наносить (πληγάς τινι Dem., Luc., Plut.).