ποντοπορεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποντοπορεύω:''' περνώ πάνω από τη [[θάλασσα]], Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. <i>ποντοπορεύων</i>, αυτός που διασχίζει τη [[θάλασσα]], στο ίδ.
|lsmtext='''ποντοπορεύω:''' περνώ πάνω από τη [[θάλασσα]], Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. <i>ποντοπορεύων</i>, αυτός που διασχίζει τη [[θάλασσα]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποντοπορεύω:''' Hom., med. Plut. = [[ποντοπορέω]].
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοπορεύω Medium diacritics: ποντοπορεύω Low diacritics: ποντοπορεύω Capitals: ΠΟΝΤΟΠΟΡΕΥΩ
Transliteration A: pontoporeúō Transliteration B: pontoporeuō Transliteration C: pontoporeyo Beta Code: pontoporeu/w

English (LSJ)

   A pass over the sea, Ep.inf. -έμεναι Od.5.277: elsewh. in part., πλέεν . . ποντοπορεύων ib.278, cf.7.267: later in med., Orac. ap. Plu.Thes.24.

German (Pape)

[Seite 681] das Meer bereisen, befahren, Od. 5, 277. 7, 267 u. sp. D., wie Theaet. Schol. 4 (Plan. 221); auch im med., or. bei Plut. Thes. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοπορεύω: διέρχομαι τὴν θάλασσαν, Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεναι Ὀδ. Ε. 277· ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ κατὰ μετοχήν, πλέεν... ποντοπορεύων Ε. 278, Η. 267· μεταγεν. ὡς ἀποθ., Χρησμ. ἐν Πλουτ. Θησεῖ 24.

French (Bailly abrégé)

parcourir ou traverser la mer.
Étymologie: ποντοπόρος.

English (Autenrieth)

and ποντοπορέω: traverse the sea. (Od.)

Greek Monolingual

Α ποντοπόρος
διαπλέω τη θάλασσα, ποντοπορώ, θαλασσοπορώ.

Greek Monotonic

ποντοπορεύω: περνώ πάνω από τη θάλασσα, Επικ. απαρ. -έμεναι, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. ποντοπορεύων, αυτός που διασχίζει τη θάλασσα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ποντοπορεύω: Hom., med. Plut. = ποντοπορέω.