προσυπογράφω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ὑπογράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπογράφω]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνυπογράφω]] («το [[έγγραφο]] προσυπέγραψαν και τα [[μέλη]] του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη [[συνεδρίαση]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] απολύτως [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[επισυνάπτω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[καθώς]] [[γράφω]].
|mltxt=ΝΑ [[ὑπογράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπογράφω]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνυπογράφω]] («το [[έγγραφο]] προσυπέγραψαν και τα [[μέλη]] του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη [[συνεδρίαση]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] απολύτως [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[επισυνάπτω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[καθώς]] [[γράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσυπογράφω:''' (ᾰ) сверх того описывать, еще очерчивать (τι Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 03:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπογράφω Medium diacritics: προσυπογράφω Low diacritics: προσυπογράφω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΓΡΑΦΩ
Transliteration A: prosypográphō Transliteration B: prosypographō Transliteration C: prosypografo Beta Code: prosupogra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A sketch out besides, τι τῇ διανοίᾳ Longin. 14.2, cf. Ph.1.577, D.L.6.103: abs., Ph.1.590.    II subjoin, Ptol. Phas.p.10 H.; add below in writing, PMag.Lond.121.804.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu oder mit darunter schreiben, einen Umriß entwerfen, Longin. 14, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπογράφω: [ᾰ], σχεδιάζω προσέτι, Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπογράφω
νεοελλ.
1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση»)
2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι
αρχ.
1. σχεδιάζω κάτι ακόμη
2. επισυνάπτω κάτι
3. προσθέτω κάτι καθώς γράφω.

Russian (Dvoretsky)

προσυπογράφω: (ᾰ) сверх того описывать, еще очерчивать (τι Diog. L.).