ῥᾳδιούργημα: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾳδιούργημα:''' -ατος, τό, απερίσκεπτη [[πράξη]], [[κακούργημα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ῥᾳδιούργημα:''' -ατος, τό, απερίσκεπτη [[πράξη]], [[κακούργημα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾳδιούργημα:''' ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок.
}}
}}

Revision as of 03:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳδιούργημα Medium diacritics: ῥᾳδιούργημα Low diacritics: ραδιούργημα Capitals: ΡΑΔΙΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: rhāidioúrgēma Transliteration B: rhadiourgēma Transliteration C: radioyrgima Beta Code: r(a|diou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A misdeed, villany. D.H.1.77, Act.Ap.18.14, Plu.Pyrrh.6.

German (Pape)

[Seite 831] τό, leichtsinnige, nachlässige, unbesonnene Handlung; Luc. calumn. 20; D. Hal. 1, 77; Plut. Pyrrh. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳδιούργημα: τό, πρᾶξις ἀπερίσκεπτος, κακούργημα, Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλουτ. Πύρρ. 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action légère, inconsidérée.
Étymologie: ῥᾳδιουργέω.

English (Strong)

from a comparative of rhaidios (easy, i.e. reckless) and ἔργον; easy-going behavior, i.e. (by extension) a crime: lewdness.

Greek Monolingual

το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ ραδιουργῶ
δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)
αρχ.
1. απερίσκεπτη πράξη
2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα της φαντασίας.

Greek Monotonic

ῥᾳδιούργημα: -ατος, τό, απερίσκεπτη πράξη, κακούργημα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳδιούργημα: ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок.