ῥᾳδιουργέω
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
A do things with ease or offhand, οἷα πολλὰ ἡ θεὸς (sc. Εὐχή) ῥ. Luc.Herm.71.
2 act thoughtlessly or recklessly, do wrong, play the rogue, κλέπτει, τελωνεῖ, ῥᾳδιουργεῖ Apollod.Com.13.13, cf. Plu.2.602a; ῥ. ἐν ταῖς ἐφημερίσι make fraudulent entries, ib.829d; of writers on Alexander the Great, Str.11.6.4: c. acc., ἐπιστολάς J. Vit.65:—Pass., PTeb.42.16 (ii B.C.), διαθήκη ἐραδιουργημένη PVat. 11r.7.41 (ii A.D.).
II live a lazy life, take things easily, opp. προνοεῖν, φιλοπονεῖν, X.Cyr.1.6.8, 2.1.25, 8.4.5, Oec.20.17, Hier.8.9, etc.:—Pass., γνοὺς πλεῖστα (v.l. πλείστους) ῥᾳδιουργεῖσθαι Id.Lac.5.2.
III c. acc., treat slightingly, neglect, τὴν ἀλήθειαν Philostr. Im.1.12.
German (Pape)
[Seite 831] mit Leichtigkeit thun, handeln; aber auch leichtfertig, leichtsinnig handeln, fahrlässig, unbesonnen zu Werke gehen; bei Xen. Cyr. 1, 6, 8 im Gegensatz von προνοεῖν καὶ φιλοπονεῖν, von φρονιμώτατα ἀγωνίζεσθαι 8, 4, 5; neben ὑφίεσθαι καὶ κακίω εἶναι πρὸς τοὺς πολεμίους, 2, 1, 25; saumselig sein, Hier. 8, 9, vgl. Oec. 20, 17 Lac. 2, 2; παρὰ τὰ καλὰ νομιζόμενα, 4, 4; auch im med., 5, 2, u. Sp., wie Plut. de vit. aer. al. 5 de exil. 7; Luc. Hermot. 71; vom Geschichtschreiber, Strab. 11, 6, 4. – C. accus. = nachlässig behandeln, vernachlässigen, τὴν ἀλήθειαν, Jac. Philostr. imagg. p. 284.
French (Bailly abrégé)
ῥᾳδιουργῶ :
1 agir légèrement, sans réflexion;
2 agir sans scrupules, méchamment ou déloyalement;
3 être insouciant, négligent, indolent ; particul. mener une vie facile.
Étymologie: ῥᾳδιουργός.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳδιουργέω:
1 поступать необдуманно, быть легкомысленным Xen. etc.;
2 вести беззаботный образ жизни, быть нерадивым Xen. etc.;
3 поступать бесчестно Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳδιουργέω: πράττω ἢ ἐνεργῶ μετ’ εὐκολίας ἢ ἐκ τοῦ προχείρου, πράττω τι ἀπόνως, οἷα πολλὰ ἡ θεὸς ἐκείνη ῥᾳδιουργεῖ, ἡ Εὐχή, μεγαλόδωρος οὖσα Λουκ. Ἑρμότ. 71. 2) πράττω τι ἀπερισκέπτως ἢ ἀλογίστως, ἐνεργῶ κακῶς, φέρομαι κακῶς, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 25., 8. 4, 5, Οἰκ. 20, 16· οὕτως ἐν τῷ παθητ., γνοὺς πλεῖστα (κατὰ L. Dind. ἀντὶ πλείστους) ῥᾳδιουργεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Λακεδ. Πολιτ. 5, 2· - καθόλου, ὡς καὶ νῦν, φέρομαι μετὰ πονηρίας καὶ μοχθηρίας, φέρομαι πανούργως καὶ δολίως, διαβάλλω ἐνσπείρω διχονοίας, ἀπατῶ, διαφθείρω, κλέπτει, τελωνεῖ, ῥᾳδιουργεῖ Ἀπολλόδωρ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13· οἱ φαῦλοι ψεύδονται καὶ ῥᾳδιουργοῦσι καὶ τοιχωρυχοῦσι καὶ ἀποκτιννύουσιν ἀλλήλους Πλούτ. 2. 1076E· ῥᾳδιουργοῦσιν ἐν ταῖς ἑαυτῶν ἐφημερίσι, γράφοντες ὅτι τῷ δεῖνι τοσοῦτον διδόασιν, ἔλαττον διδόντες αὐτόθι 829Δ· ΙΙ. διάγω βίον ἀπράγμονα καὶ ἀφρόντιστον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προνοεῖν, φιλοπονεῖν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8, πρβλ. Ἱέρ. 8, 9, κτλ. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., παραμελῶ, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 284. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σελ. 162, ἔνθα καὶ πρκμ. ῥερᾳδιουργήκασι, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. Ε΄, κη΄, 13.
Greek Monotonic
ῥᾳδιουργέω: μέλ. -ήσω (ῥᾳδιουργός)·
I. 1. πράττω με ευκολία ή εκ του προχείρου, σε Λουκ.
2. ενεργώ απερίσκεπτα ή επιπόλαια, παράτολμα, ενεργώ λανθασμένα, σφάλλω, συμπεριφέρομαι άσχημα, έχω κακή συμπεριφορά, σε Ξεν.· γενικά, φέρομαι με πονηρία και μοχθηρία, διαβάλλω, απατώ, διαφθείρω, σε Πλουτ.
II. ζω εύκολα, διάγω τεμπέλικη, ακαμάτικη, οκνηρή ζωή, παίρνω τα πράγματα με ευκολία, δεν ζω προνοώντας για το αύριο, τεμπελιάζω, σε Ξεν.
Middle Liddell
ῥᾳδιουργέω, fut. -ήσω [ῥαδιουργός]
I. to do things with ease or off-hand, Luc.
II. to live an easy, lazy life, take things easily, Xen.
2. to act thoughtlessly or recklessly, to do wrong, misbehave, Xen.